ἱππείῳ

ἱππείῳ
ἵππειος
of a horse
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολεύω — Α 1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.) 2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύων ο πλανήτης που κυριαρχεί …   Dictionary of Greek

  • συμπλαταγώ — έω, ΜΑ [πλαταγῶ] 1. κροτώ με αμοιβαίο χτύπημα, κάνω κρότο με σύγκρουση («χερσί τε συμπλατάγησεν», Ομ. Ιλ.) 2. ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἱππείῳ χρεμετισμῷ κελάδημα συμπλαταγεῑ λεόντων», Νόνν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”